- ἠσθημένος
- ἐσθέωclotheperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ᾐσθημένος — αἰσθάνομαι perceive perf part mid masc nom sg εἰσθέω run into perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενησθημένος — ἐνησθημένος, η, ον (Μ) ντυμένος, περιβεβλημένος («ἐνησθημένοι στολάς λαμπράς,» Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *εν έσθω < εν + εσθώ ( έω) «ενδύω», το οποίο απαντά στη μτχ. τού μέσου παρακμ. εσθημένος ή ησθημένος] … Dictionary of Greek
εσθέω — ἐσθέω (Α) ντύνω («ἐσθῆτα ἐσθημένος», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έσθος. Το ρ. απαντά μόνο στους παρακμ., υπερσ. και, κυρίως, στη μτχ. ησθημένος ή εσθημένος] … Dictionary of Greek
ησθημένως — ἠσθημένως (Α) επίρρ. με αίσθηση, με συναίσθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ησθημένος, μτχ. παρακμ. τού αποθετ. ρ. αισθάνομαι] … Dictionary of Greek